- πεντηκοντάδα
- η / πεντηκοντάς, -άδος, ΝΜΑσύνολο πενήντα ομοειδών πραγμάτων ή η ποσότητα τού αριθμού πενήντα, πενηντάδααρχ.1. ο αριθμός πενήντα2. το πεντηκοστό μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεντ-άδα / -άς)].
Dictionary of Greek. 2013.